ληκυθισμος

ληκυθισμος
    ληκυθισμός
    ληκῠθισμός
    ὅ напыщенное декламирование Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ληκυθισμος" в других словарях:

  • ληκυθισμός — ληκυθισμός, ὁ (Α) [ληκυθίζω] το να μιλά ή να φωνάζει ή να ψάλλει κάποιος με δυνατή λαρυγγώδη φωνή …   Dictionary of Greek

  • ληκυθισμός — hollow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκυθισμούς — ληκυθισμός hollow masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκυθισμόν — ληκυθισμός hollow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»